- παλαιοπτερύγιοι
- Υπέρταξη οστεοϊχθύων, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι οι δερμικές ακτίνες του ραχιαίου και του εδρικού πτερυγίου τους υποστηρίζονται από άφθονα εσωτερικά σωματικά στοιχεία. Χωρίζονται σε 3 τάξεις τους πολυπτερύγιους, τους χονδρόστεους και τους βελονορρύγχιους.
Dictionary of Greek. 2013.